ΧΑΥΓΑΣ ΜΥΘΟΙ & ΘΡΥΛΟΙ
ΧΑΥΓΑΣ ΜΥΘΟΙ & ΘΡΥΛΟΙ
Του Φρίξου Κουμαρτζή
Παντού & ένας χαυγάς
Xαυγάς! Λέξη που ηχεί περίεργα, από τη ρίζα “χα”, του χάσκω, μεταγενέστερο τύπο του χαίνω. Στα ομόρριζά του το χάος, ο χαώδης, το χάσμα, ενώ το “χαβός” ερμηνεύεται ως κρημνός και χάος.
Ανατολικά της Κρήτης η λέξη “χαυγάς” συναντάται στις ονομασίες φαραγγιών όπως: Έξω Χαυγάς Πέρα Χαυγάς, ενώ στο νοτιοανατολικό μέρος του Οροπεδίου Λασιθίου υπάρχει το γνωστό σε όλους μας Φαράγγι του Χαυγά. Νοτιοδυτικά από του Τσούλι το Μνήμα συναντούμε μικρό φαράγγι, που σε έγγραφο των ενετικών αρχών του 14ου αιώνα, “Περί καθορισμού των ορίων της απαγορευμένης ζώνης του Λασιθίου”, αναγράφεται ως “Μέγας Χαυγάς”. Στο ίδιο έγγραφο γίνεται αναφορά στο “Ρυάκι της Πέζας, το Χαυγούδι”, που βρίσκεται νοτιότερα άλλου φαραγγιού του “Μέγα Χαυγά”.
Η χαράδρα στο Σεληνάρι φέρει το όνομα “Του Σεληναριού η Χαυγά” και ανατολικότερα άλλο μικρότερο φαράγγι, με το όνομα “Χαυγάς” από το κάμπο της Φουρνής καταλήγει στην Πλάκα, ενώ στις δυτικές πλαγιές του όρους Θρυπτή, συναντούμε τον Χαυγά του Καβουσίου και δυτικότερα του το εντυπωσιακό “Φαράγγι του Χα”, όπου η λέξη “χαυγάς” περικόπτεται και περιορίζεται στη ρίζα της, “Χα”
Χαυγάς
της φύσης μάγεμα
Η πρώτη γνωριμία με τον Χαυγά, του Οροπεδίου Λασιθίου γίνεται από πέρασμα αναμεσίς σε ορεινάμπελα. Προσεγγίζοντας την είσοδο και προχωρώντας προς το εσωτερικό του φαραγγιού ένα μυστηριώδες κακάρισμα με πολλαπλούς αντίλαλους προξενεί εντύπωση ύπαρξης ολόκληρου κοπαδιού από τις χιλιοτραγουδισμένες “λεβέντισσες”, πετροπέρδικες! Το μακρόσυρτο και εξαιρετικά ιδιόρρυθμο τραγούδι τους συμπλέκεται με το βούισμα αγριομελισσιών και το κελάρυσμα των τρεχούμενων και κρεμάμενων νερών, συνθέτοντας νότες ουράνιες, ένα ηχοτοπίο, πλούσιας αισθητικής εμπειρίας και απόλαυσης, μουσική Θεία!
Τα αγριολούλουδα, τα βότανα και τα αρωματικά φυτά στήνουν δική τους γιορτή. Εντυπωσιακά τα χρώματά τους! Σκορπούν “απλόχερα” το μεθυστικό τους άρωμα, Αντλούν δύναμη από μισή χούφτα χώμα σε ένα περιβάλλον που εύλογα θα μπορούσε να θεωρηθεί εχθρικό. Η λαμπρινή πασχαλίτσα, το ανοιχτόροζο αγριόροδο, το κίτρινο βουνίσιο κρινάκι με τους ρόδινους καρπούς του σε σύμπλεγμα καλαμποκιού, και όλα μαζί δημιουργούν ένα ιδιαίτερα απολαυστικό σύνολο, προεξάρχουσας της παιώνιας, το ρόδο του βουνού, η «πασάων βοτανέων βασιληίδα» κατά τον Παυσανία, η γνωστή μας παγώνα. Ξεχωριστή θέση στο φαραγγίσιο κόσμο κατέχει η ατρικουκιά που προξενεί δίλημμα αν εντυπωσιάζει περισσότερο ανθισμένη ή καρπισμένη με τα μιλιούνια μικροσκοπικά κοκκινόχρωμα σφαιρικά της μύρτιλα. Η ταπεινή αντωναΐδα, η βουνίσια αρίγανη, το θρούμπι, το φλισκούνι, το πολύκομπο, γνωστό σαν κυπαρισσάκι όλα επιβιώνουν και διαχέουν τα μεθυστικά τους αρώματα, ριζωμένα στις λεπτοσχισμές των βράχων.
Τα θεραπευτικά βότανα προκάλεσαν
πρόσθετο ενδιαφέρον στον περιηγητή F. W.
Sieber, να επισκεφτεί τον Χαυγά. Ο Tσέχος, αυστριακής καταγωγής ερευνητής
βοτανολόγος, επισκέφτηκε το φαράγγι στις 13 και 14 του Ιούλη του 1817 και
κατέγραψε τις εντυπώσεις του σε βιβλίο με τίτλο: “Ταξιδεύοντας στη Νήσο ”. “Στη τελευταία μου επίσκεψη” γράφει “βρέθηκα
στο βάθος μιας κοιλάδας, ανάμεσα σε κάθετους όγκους βράχων. Καθώς προχωρούσα, η
επιβλητική εικόνα του βουνού γινόταν όλο και πιο τρομακτική. Πελώριοι
ογκόλιθοι, ο ένας πάνω στον άλλο, σχηματίζουν τεράστια τείχη. Είχα μια αίσθηση
απειλής, ότι με το παραμικρό άγγιγμα θα έπεφταν τα τείχη στο κεφάλι μου. Μπήκα
με φόβο στο φαράγγι, ένα αίσθημα που
σύντομα μετατράπηκε σε δέος από το υπερθέαμα που με έκανε να νοιώσω μέρος του
σκηνικού”!
Εδώ, σε τούτο το απόκοσμο μέρος, ο Sieber θα γνωρίσει και θα συλλέξει τον έρωντα, το θαυματουργό δίκταμο, που αυτοφυή συναντάται μόνο στο ιερό βουνό την Δίκτη, από την οποία και οφείλει το όνομα του. Ακροβατούν από τους ορθόβραχους και τα μικρά, μωβιά του άνθη στις ακροβλασταριές του, γέρνουν ταπεινά στο χάος, ευλαβικά, σαν σε προσκύνημα.
Τ΄ ατίθασα αγριμόριφα επιμένουν να ζούνε ελεύθερα στον Χαυγά, σαν τους χαΐνηδες περασμένων εποχών. Ξεπροβάλλουν από τα σπηλιάρια τους, γατζώνονται στις μυτερές ορθόπετρες και στα ξέκορφα χαράκια. Σκαρφαλώνουν, σαν "κουζουλοκόπελα" , στις αγραπιδιές, στους ασφενδάμους και στα πικραμυγδαλίδια, ενώ με το καθημερινό ανέβασμα τους στα χαμόπρινα τους διαμορφώνουν ένα έντονο σγουρό σχήμα και καθηλώνουν την ανάπτυξη τους. Ποτέ δεν συμβιβάστηκαν με το ανθρώπινο γένος ετούτα τα αγρίμια. Ο άνθρωπος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός και το ένστικτο τους αλάνθαστο. Θα τους στερήσει τη λευτεριά τους, ακόμη και τη ζωή τους. Ακίνητα, σχεδόν μαρμαρωμένα γυροβιγλίζουν και με το σπινθηροβόλο βλέμμα τους καρφωμένο στον διαβάτη και με περίσσια σβελτάδα τρέπονται σε άτακτη φυγή στις άβατες από ανθρώπους φαραγγοπλευρές συμπασύροντας κρεμάμενες πέτρες, που στην κάθετη πορεία τους κατακερματίζονται με βαρύγδουπους κρότους, με κατάληξη το ποτάμι για να ξεκινήσει η χρονοβόρα σμίλευση τους, από τη ροή του χειμάρρου, αρχικά σε ανοιχτόγκριζα χοντροβότσαλα που καταλήγουν σε μικρότερα αυγόσχημα και με το πέρασμα του χρόνου σε γκριζόχρωμη αστραφτερή άμμο.
Χαυγάς
μύθοι & θρύλοι
Οι παραξενίες της φύσης αποτυπώνονται στο πρόσωπο του επισκέπτη καθώς αντικρύζει τις πρώτες χαλασιές του Χαυγά, τους τεράστιους και σχεδόν κάθετους "χειμάρρους" από ηλιοκαμένες πέτρες που ξεχύνονται στα πλαϊνά του φαραγγιού. Οι εντυπωσιακές αυτές χαλασιές συνδέονται από τα βάθη των αιώνων με αμύθητης αξίας θησαυρό. Το Χαυγά αιώνες τώρα τον ζώνουνε θρύλοι και παραδόσεις. Η γης κρύβει το μεγάλο μυστικό της, μα κανείς δεν κατέχει ποια από τις χαλασιές σκεπάζει το πόρο μιας γεμάτης από θησαυρούς σπηλιάς. Δεν ειναι ολόχρυσα βενέτικα τσεκίνια, μήδε κουρσάρικα μπιρσίμια και μαλάματα. Εδώ μαθές που ν΄ανηφόριζαν πειρατές και κουρσάροι. Η παράδοση θέλει τον Χαυγά να συνδέεται με την τελευταία σπίθα του μινωικού πολιτισμού στο θεϊκό βουνό της Δίκτης. Από γενιά σε γενιά διατηρείται ο θρύλος του κρυμμένου θησαυρού, που οι Μινωίτες έκρυψαν από τους Δωριείς, τους βορεινούς διώκτες τους.

Μια απρόσμενη άγρια ομορφιά επιφυλάσσεται στη συνέχιση της πορείας ανάμεσα στις κατακόρυφες πλευρές του Χαυγά, που ο ήλιος φωτίζει παράξενα και μόνο τις μεσημεριανές ώρες, με τον ουρανό να φαντάζει σταχτογάλανος ουρανοπόταμος.
Τα γρανιτένια τοιχώματα σε κάποια σημεία τους δίνουνε την εντύπωση αντίθετων όψεων. Κυρτώματα της μιας πλευράς σημαδεύουνε στην απεναντινή πλευρά ισομεγέθη κοιλώματα, λες και το βαθύ φαράγγι να μην ήτανε δημιούργημα γεωλογικών φυσικών διεργασιών αρκετών χιλιετηρίδων, αλλά ένα αόρατο παντοδύναμο χέρι να απόκοψε και χώρισε στα δυο το θεϊκό βουνό. Κατά που λέει η παράδοση ο Τάλως δημιούργησε το βαθύ άνοιγμα με τα πελώργια χάλκινα χέργια του, για να ανοίξει πέρασμα και να μεταφέρνει τους νόμους του Μίνωα απ’ άκρη σ’ άκρη της κρητικής γης μα και να προστατεύγει τους κατοίκους από επιδρομείς.
Στη κάθε βαργιά πατημασιά του γιγαντόσωμου γιου του Ηφαίστου στο Χαυγά, στο διάβα του για τη τακτική του συνάντηση με τους προγόνους των Ιεραπύτνιων, τους Κυρβαίτες, μα και τους Σιταΐτες και τους Λατώνους, που καρτερικά τον προσμένανε, πουλιά κι’ αγρίμια ανεξήγητα δε τρομάζανε από το συντάλαχο που προξενούσανε τα χάλκινα πόδια του στις σκουντουφλιές τους με τους ογκώδεις σφαιρικούς βράχους, που συναντάει διάσπαρτους στο πέρασμα του. Τα αγριμόριφα με σβελτάδα κατηφορίζουνε στις απόκρημνες πλαγίες, για να προϋπαντήσουν το μεγάλο επισκέπτη και φίλο τους και κοπαδιαστά πορεύονται μαζί του.
Λογίς λογίς γοργόφτερα, αγριοπερίστερα, σουσουράδες, ποταμίσες, ασκορδαλοί, και μαυροκότσιφοι, σε πρόσκαιρη ειρηνική συνύπαρξη με τα αρπακτικά πτηνά του φαραγγιού, τα μελανά κοράκια, τις γιγαντόσωμες βιτσίλες, τα ευέλικτα φαλκόνια, ανταμώνουν και αναπαύονται στους φαρδείς ώμους του χάλκινου γίγαντα, παρέα με σμήνη από καλλικέλαδα λιανοπούλια και άλλα φαζαργιόζικα πουλιά που χαμοπετούνε συμμετέχοντας ομάδι στο καλωσόρισμα του υψηλού επισκέπτη. Τα νυχτόβια ζωντανά, αρκάλοι, ζουρίδες και λαγόπουλα ξυπνούν κι αυτά, ξετρυπώνουν από λαγούμια και βραχότρυπες και με τις σπηλιονυχτερίδες σπεύδουν να λάβουν μέρος στην υποδοχή. Κοπαδιαστά, τιμητική συνοδεία, συναποβγάνουν όλα μαζί το φίλο τους μέχρι αψηλά στο καταπράσινο μυριοστόλιστο κάμπο του Καθαρού.
Ο Χαυγάς δεν θα μπορούσε να μην εμπνεύσει και το ζωγράφο του Λασιθιού Γιώργο Παναγιωτάκη
Το μαγευτικό αυτό τόπο συχνά γυρόφερνε κι ο Διγενής Ακρίτας που σα "μούρωνε" να σβήσει τη δίψα του στη μπούκα του φαραγγιού στέρευε ο βροχάρης ποταμός, ο χείμαρρος που ξεχύνεται με βοή από το φαράγγι, για να καταλήξει στην απεναντινή πλευρά του λασιθιώτικου κάμπου και σαν κυνηγημένο φίδι να εισχωρήσει από τη μεγάλη χωνεύτρα στα έγκατα της γης.
Ο γιγαντόσωμος ημίθεος σαλτάριζε από τη μια πλευρά στην άλλη του φαραγγιού, από τη Σκούταρη, τη μεγαλόπρεπη κορφή του Λάζαρου στο Μονοδέντρι, πάνω από το απεναντινό βουνοπλάι. Ο μύθος τον θέλει να θυμώνει και σ΄ ένα ξέσπασμα εκτόνωσης της θεϊκής του δύναμης, χάρισμα της θεάς Ήρας, άρπαξε το γιγάντιο σπαθί του και καρατόμισε την αεροκορφή του βουνού στο Καθαρό, που κατρακύλησε σα τσέρκουλο και καρφώθηκε με βία στο λασιθιώτικο κάμπο και αποτελεί από τότε τη "Κεφάλα" το λόφο των λόφο των νεανικών μας χρόνων. Σ΄αυτόν βοσκολογούσαμε τα σπιτικά ζώα και χανόμασταν στη μαγεία των δικών μας παραμυθιών.
Το Οροπέδιο του Καθαρού υπήρξε τόπος αγώνων στα απαλέτια του Διγενή και των Σαραντάπηχων, που επίμονα προσπαθούσαν να τον νικήσουν μα ο Διγενής παραμένει αήττητος κι ας ήτανε τα απαλέτια των φίλων του δυο και τρεις φορές αλαφρότερα. Και σαν κατηφόριζε ο Διγενής προς τα Γεραπετρίτικα, γι στα Ταλαία Όρη πορευότανε, πάντα στο ίδιο μέρος άφηνε το ασήκωτο απαλέτι του, ίσαμε την επιστροφή του. Εκεί βρίσκεται ακόμη, αναμεσίς σε ωραιόπλουμες βιόλες και μοσχόχορτα περιμένοντας τον να γυρίσει. Ύψωμα τ΄ Αψηλού το λένε. Ακούγεται πως από το Διγενή πήρε τ΄όνομα του.
Ένα τεράστιο στρογγυλεμένο λιθάρι ανέβασε από το ποτάμι ψηλά στο Καθαρό ο Διγενής, το πέταγε πέρα δόθε σα βόλι μα να που μια μέρα του ξέφυγε. Κατρακύλησε στο ρέμα του Χαυγά και σφηνώθηκε στο ίσωμα του και σαν γιγάντια πόρτα έκλεισε το φαράγγι στο στενότερο του μέρος. Από πάνω του άρχισε να πέφτει το νερό του χειμάρρου δημιουργώντας απρόσμενα εντυπωσιακό καταρράκτη, που καταλήγει σε λιμνούλα απέριττης ομορφιάς. Μαγεμένος από το υψηλής αισθητικής δημιούργημα του παράτησε το λιθάρι στη νέα του θέση, σαν πρόσθετο πρεπίδι του τόπου. Το "Βόλι του Διγενή" από τότες ανθρώπινα χέρια δεν μπόρεσαν να το κινήσουν. Είναι γραφτό να παραμένει πάντα 'κι και να θυμίζει τον Βασίλειο Διγενή Ακρίτα.
Το “Βόλι του Διγενή” αντικατοπτρίζεται
στα νερά της λίμνης
Η αστρόφωτη νύχτα έρχεται νωρίτερα από το
απέξω κόσμο στο Χαυγά, που επικρατεί απόλυτη ηρεμία με το κελάρισμα του
ποταμίσιου νερού να γαληνεύει τη πλάση, γλυκονανούρισμα για κάθε λογής έχνος
που ησυχάζει. Σιωπή προστάζουν ανώτερες δυνάμεις! Δεν πρέπει να τρομάζουν οι αιθέριες ανεράιδες που
εμφανίζονται στο βαθύ νυχτογέμισμα στα μέρη αυτά στο βαθύ νυχτογέμισμα. Ονειρεμένες υπάρξεις, πεπλοφορούσες, φεγγαροπρόσωπες με
χρυσομεταξένια κυματιστά μαλλιά να ξεχύνονται στους ώμους τους, παιγνιδίζουν
στα νερά, ερωτεύονται με τη φύση, σκαρφαλώνουν στο
γρανιτένιο βόλι παιχνιδιάρικα. Βουτούνε ξανά στον ανεραϊδοκόλυμπο και εξαφανίζονται
στα κρυστάλλινα νερά, δημιουργώντας μύριες
χιλιόχρωμες μπουρμπουλίθρες που σβήνουν στην τσίπα του νερού. Ανθρώπινο μάτι δεν τις έχει αντικρύσει ποτέ
παρά μονάχα ελάχιστων αλαφροΐσκιωτων και σαββατογεννημένων μα τα νυχτοπούλια
συζητούν και λογοφέρνουν μαζί τους. Παρουσία μυσταγωγική η ύπαρξή τους στο νου
και στο λογισμό του λαού. Χορεύουν, τραγουδούν, χαίρονται και χάνονται με την παρουσία ανθρώπων στο
πρώτο ξημέρωμα. Αγαπούν το ολόγιομο φεγγάρι που
ασημώνει τα ποταμίσια βότσαλα και στη συνέχεια ολόκληρο το τοπίο, την χοντραμουδιά της λίμνης, τους ογκόλιθους, το νερό στο ποτάμι που σιγοκελαρύζει για χάρη τους!
Με το πρώτο φως της μέρας ξεχύνεται το δροσερό μερτέμι, που εξαφανίζει τη πλανεύτρα Φάτα Μοργκάνα των αιθέριων υπάρξεων και τα μυστήρια της φύσης στον ανεραϊδοκόλυμπο. Οι κορασίδες με τα ασημόχρυσα μαλλιά και τα ναζιάρικα λαμπερά προσωπάκια βουτούν και πάλι στα νερά κι ύστερα χάνονται ίσαμε το επόμενο μεσονύχτι! Εξαφανίζονται και κάνουν τόπο στα ζωντανά μα και τα άψυχα της μέρας, να ξυπνήσουν και να χαρούν τον χώρο που τώρα τους ανήκει.
Απόλυτο καταλάγιασμα των στοιχείων της φύσης και των ανώτερων δυνάμεων επικρατεί σαν αποδιαφωτίσει. Το βασίλειο της πλάσης επιστρέφει στον δικό του ρυθμό, στο γνώριμο, το μοναδικό τοπίο του Χαυγά.
Φωτογραφίες: Βασίλης Δρόσος, Αλ. Ρονιώτης, Γιωρ. Θ. Καλυκάκης, Λεων. Κλώντζας, Φρ. Κουμαρτζής, Γιάννης Ορφανός, diktaios.blogspot.gr, www.newsit.gr.
Comments
Post a Comment