Η διαχρονικότητα της δικαιοσύνης
Η διαχρονικότητα της δικαιοσύνης
Του Μανόλη Μηλάκη
Aγαπητοί φίλοι.
Μοιράζομαι σήμερα μαζί σας την παρακάτω υπέροχη ιστορία που διάβασα σε ένα παλιό σχολικό βιβλίο.
Είναι του Λέοντος Τολστόι, μιλά για ένα δίκαιο δικαστή και αποδεικνύει ότι
διαχρονικό αίτημα του ανθρώπου είναι να ζει σ’ ένα κράτος Δικαίου.
Ένα κράτος, δηλαδή, που οι πολίτες θα νιώθουν ότι είναι ασφαλείς και κανείς δεν μπορεί να τους αδικήσει, γιατί οι δικαστές αποδίδουν πάντα δικαιοσύνη. Όπως σε εκείνη τη γνωστή ιστορία του 18ου αιώνα με το Μυλωνά του Πότσνταμ, που στις απειλές του βασιλιά Φρειδερίκου ότι θα του πάρει το μύλο απάντησε «Ναι, αλλά υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο»… Δικαστές που χάριν της δικαιοσύνης υψώνουν το ανάστημά τους στην εκτελεστική εξουσία απολαμβάνουν πάντοτε τον σεβασμό, την τιμή και τον θαυμασμό των πολιτών και στις δημοκρατίες, και στις απολυταρχίες.
Παραθέτω περιληπτικά την ιστορία:
Ο Δίκαιος δικαστής
Ήταν μια φορά ένας βασιλιάς στην Αλγερία που τον λέγανε Μπαουάκα και ήθελε να μάθει αν ζούσε στ’ αλήθεια σε μια από τις πολιτείες του ένας δίκαιος δικαστής που έβρισκε μεμιάς το δίκιο του καθενός.
Ντύθηκε έμπορος και τράβηξε για την πολιτεία, όπου ζούσε αυτός ο δικαστής.
Στις πύλες της πόλης πλησίασε τον Μπαουάκα ένας ζητιάνος και του ζήτησε μια χάρη. Πήγαινέ με καβάλα στ’ άλογό σου ως την πλατεία, γιατί σακάτης καθώς είμαι, φοβάμαι μη με ποδοπατήσουν οι καμήλες και τ’ άλογα.
Ο Μπαουάκα τον πήρε πίσω στο άλογό του και τον κουβάλησε ως την πλατεία. Εκεί σταμάτησε, μα ο ζητιάνος δεν κατέβηκε από το άλογο. Ο Μπαουάκα του λέει:
– Τι κάθεσαι του λόγου σου; Κατέβα, φτάσαμε.
Μα ο ζητιάνος του απαντάει:
Και γιατί να κατέβω; Το άλογο είναι δικό μου! Κι αν δε θέλεις να μου το δώσεις με το καλό, πάμε στο δικαστή.
Ο Μπαουάκα με το ζητιάνο πήγανε στο δικαστή. Στο δικαστήριο ήταν πολύς κόσμος κι ο δικαστής καλούσε τον καθένα με τη σειρά του.
1η Δίκη
Ένας χωριάτης και ένας γραμματικός διεκδικούν μια γυναίκα
Ο χωριάτης έλεγε πως η γυναίκα ήταν δικιά του, ο γραμματικός έλεγε κι αυτός πως ήταν δικιά του. Ο δικαστής τούς άκουσε και τους δυο, σώπασε για λίγο κι ύστερα είπε:
– Αφήστε τη γυναίκα σ’ εμένα κι ελάτε αύριο να σας πω την απόφασή μου.
2η Δίκη
Ένας χασάπης κι ένας που πουλούσε λάδι.
Ο χασάπης ήταν γεμάτος αίματα και ο λαδάς ήταν γεμάτος λάδια. Ο χασάπης κρατούσε στα χέρια του κάτι νομίσματα, ενώ ο λαδάς έσφιγγε το χέρι του χασάπη.
Δικά μου είναι τα χρήματα έλεγε ο Λαδάς.
Όχι δικά μου είναι έλεγε ο χασάπης.
Ο δικαστής σώπασε για λίγο κι ύστερα είπε:
– Αφήστε τα λεφτά κι ελάτε αύριο.
3η Δίκη
Μπαουάκα και ο ζητιάνος,
Πρώτος μίλησε ο Μπαουάκα και είπε πώς έγιναν τα πράγματα.
Ο ζητιάνος είπε:
– Όλα αυτά είναι ψέματα Το άλογο είναι δικό μου.
Ο δικαστής σκέφτηκε και είπε:
– Αφήστε μου το άλογο κι ελάτε αύριο.
Την άλλη μέρα μαζεύτηκε πολύς κόσμος για ν’ ακούσει ποιανού θα ’δινε δίκιο ο δικαστής.
Πρώτοι πλησίασαν ο γραμματικός και ο χωριάτης.
– Πάρε τη γυναίκα σου, είπε στο γραμματικό. Και του χωρικού να του δώσετε πενήντα ραβδιές.
Μετά ο δικαστής κάλεσε το χασάπη:
– Τα χρήματα είναι δικά σου, είπε.
Μετά έδειξε το λαδά και είπε:
– Αυτουνού δώστε του πενήντα ραβδιές.
Τέλος καλέσανε τον Μπαουάκα και τον ζητιάνο.
– Θα γνωρίσεις το άλογό σου ανάμεσα σ’ άλλα είκοσι; ρώτησε ο δικαστής τον Μπαουάκα.
– Θα το γνωρίσω.
– Κι εσύ;
– Κι εγώ θα το γνωρίσω, είπε ο ζητιάνος.
– Ακολουθήστε με, είπε ο δικαστής στον Μπαουάκα.
Πήγανε στο στάβλο. Ο Μπαουάκα γνώρισε αμέσως το άλογό του ανάμεσα στ’ άλλα είκοσι και το έδειξε στο δικαστή.
Μετά ο δικαστής κάλεσε το ζητιάνο στο στάβλο και είπε και σ’ αυτόν να αναγνωρίσει το άλογό του. Ο ζητιάνος γνώρισε αμέσως το άλογο και το ’δειξε στο δικαστή.
Τότε ο δικαστής γύρισε στη θέση του και είπε στον Μπαουάκα:
– Το άλογο είναι δικό σου. Να το πάρεις. Όσο για το ζητιάνο, δώστε του πενήντα ραβδιές.
Όταν τέλειωσε το δικαστήριο, ο δικαστής τράβηξε στο σπίτι του κι ο Μπαουάκα τον ακολούθησε.
– Τι συμβαίνει λοιπόν; Μήπως δεν είσαι ευχαριστημένος με την απόφασή μου; τον ρώτησε ο δικαστής.
– Όχι, είμαι ευχαριστημένος, είπε ο Μπαουάκα. Θέλω μόνο να μάθω πώς τα κατάλαβες
– Για την 1η Δίκη
Κάλεσα τη γυναίκα το πρωί και της είπα “Βάλε μελάνι στο μελανοδοχείο μου”. Εκείνη πήρε το μελανοδοχείο, το έπλυνε και σβέλτα έβαλε μελάνι. Πάει να πει πως τη δουλειά αυτή την είχε συνηθίσει να την κάνει. Επομένως ο γραμματικός είχε δίκιο.
Για τη 2η Δίκη
Έβαλα αποβραδίς τα νομίσματα σε μια κούπα με νερό και σήμερα το πρωί κοίταξα να δω αν υπήρχε λάδι. Αν τα νομίσματα ήταν του λαδά, θα είχανε λάδι από τα χέρια του τα λαδωμένα. Αλλά στο νερό δε βρέθηκε ίχνος λαδιού. Πάει να πει πως ο χασάπης είχε πει την αλήθεια.
Στη δική σας περίπτωση
– Για το άλογο ήταν δύσκολο να μάθω την αλήθεια, γιατί ο ζητιάνος, όπως κι εσύ, αναγνώρισε αμέσως το άλογο ανάμεσα στ’ άλλα είκοσι. Μα εγώ δε σας πήγα στο στάβλο, για να δω αν θα γνωρίσετε το άλογο, αλλά για να δω ποιον από τους δυο θα γνωρίσει το άλογο! Όταν το πλησίασες εσύ, γύρισε το κεφάλι του και το τέντωσε προς εσένα, ενώ όταν το άγγιξε ο ζητιάνος, ζάρωσε τ’ αυτιά του και σήκωσε το πόδι του. Απ’ αυτό κατάλαβα πως εσύ είσαι ο πραγματικός ιδιοκτήτης του αλόγου.
Τότε ο Μπαουάκα, γεμάτος θαυμασμό, του είπε:
– ∆εν είμαι έμπορος κύριε δικαστά. Είμαι ο βασιλιάς της χώρας, ο Μπαουάκα. Και ήρθα εδώ, για να δω με τα μάτια μου αν είναι σωστά όσα λένε για σένα. Και είδα πως είσαι στ’ αλήθεια ένας σοφός δικαστής. Ζήτησέ μου ό,τι επιθυμείς και θα το έχεις ως ανταμοιβή.
– Δε χρειάζομαι ανταμοιβή, απάντησε ο δικαστής. Είμαι ευχαριστημένος που με επαίνεσε ο βασιλιάς μου.
Comments
Post a Comment